dicionário português - grego

português - ελληνικά

aquele em grego:

1. ότι


Νομίζω ότι ήταν θυμωμένος.
Είναι τόσο εύπιστη που θα πιστέψει ό,τι κι αν της πεις.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι έφυγε την περασμένη εβδομάδα.