dicionário polonês - grego

język polski - ελληνικά

ktoś em grego:

1. τις


Πότε τελείωσες τις σπουδές σου;
Ακούω Κάιλι Μινόγκ από τις 12 Ιουνίου του1998.

Grego palavra "ktoś"(τις) ocorre em conjuntos:

Słownictwo (starogreka)

2. κάποιος


Πάντα κάποιος μιλάει.