dicionário polonês - grego

język polski - ελληνικά

kto em grego:

1. που


Ο Μάικ έχει ένα φίλο που μένει στο Σικάγο.
Αυτός είναι ο ποιητής που γνώρισα στο Παρίσι.
Ο κύριος Σμιθ είχε τρεις γιους που έγιναν μηχανικοί.
Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...
Δεν μπορώ να σκεφτώ μια καλή δικαιολογία που άργησα για τον οδοντίατρο.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι έφυγε την περασμένη εβδομάδα.
Αυτό που θέλω να πω είναι αυτό.

Grego palavra "kto"(που) ocorre em conjuntos:

podstawowe słówka
słówka greckie 1
Podstawowe słówkq