dicionário vietnamita - grego

Tiếng Việt - ελληνικά

cửa hàng sách em grego:

1. βιβλιοπωλείο βιβλιοπωλείο



Grego palavra "cửa hàng sách"(βιβλιοπωλείο) ocorre em conjuntos:

Καταστήματα στα βιετναμέζικα