dicionário vietnamita - grego

Tiếng Việt - ελληνικά

Báo em grego:

1. Εφημερίδα Εφημερίδα


Κάθησε κάτω και διάβασε την εφημερίδα.
Κάθησε και διάβασε την εφημερίδα.