dicionário turco - grego

Türkçe - ελληνικά

okuma em grego:

1. διάβασμα διάβασμα


To διάβασμα έχει γίνει το πάθος μου από τα παιδικά μου χρόνια.

Grego palavra "okuma"(διάβασμα) ocorre em conjuntos:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα τουρκικά