dicionário russo - grego

русский язык - ελληνικά

до тех пор em grego:

1. μέχρι μέχρι


Θα σε συνοδευσω μέχρι το ἀεροδρόμιο.
Αποφασίσαμε να αναβάλλουμε την συνάντηση μέχρι την επόμενη Κυριακή.