dicionário português - grego

português - ελληνικά

leitura em grego:

1. διάβασμα διάβασμα


To διάβασμα έχει γίνει το πάθος μου από τα παιδικά μου χρόνια.

Grego palavra "leitura"(διάβασμα) ocorre em conjuntos:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα πορτογαλικά