dicionário polonês - grego

język polski - ελληνικά

jednak em grego:

1. όμως


Bρέχει σήμερα. Πού έχω όμως την ομπρέλα μου;

Grego palavra "jednak"(όμως) ocorre em conjuntos:

Lekcja 2 - słówka i zwroty

2. αλλά


Τα αγγλικά δεν είναι εύκολα, αλλά είναι ενδιαφέροντα.
Ο Πέτρος έχει μαύρα μαλλιά αλλά ο Λεχ έχει ξανθά.
Ήμαστε φτωχοί, αλλά ευτυχισμένοι.

Grego palavra "jednak"(αλλά) ocorre em conjuntos:

zaimki pytające