dicionário polonês - grego

język polski - ελληνικά

bankomat em grego:

1. μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων


Που μπορώ να βρω ένα μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων
Το μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων δεν δουλεύει.

2. το μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων το μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων



Grego palavra "bankomat"(το μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων) ocorre em conjuntos:

grecki podróże