dicionário holandês - grego

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

uur em grego:

1. ώρα ώρα


Η ώρα είναι έντεκα, πρέπει τα παιδιά να πάνε για ύπνο, έχουν σχολείο αύριο.
Με συγχωρείτε, τι ώρα είναι;