dicionário Inglês - grego

English - ελληνικά

money em grego:

1. λεφτά λεφτά


Οι επισκέπτες θέλουν να πάρουν λίγα λεφτά από το μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων
Οι επισκέπτες θέλουν να πάρουν λίγα λεφτά από το μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων.

Grego palavra "money"(λεφτά) ocorre em conjuntos:

Χρήσιμα Ουσιαστικά - Useful nouns

2. χρήματα χρήματα


Χρειαζόμαστε χρήματα.

Grego palavra "money"(χρήματα) ocorre em conjuntos:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 151 - 200