dicionário Inglês - grego

English - ελληνικά

as em grego:

1. ως



Grego palavra "as"(ως) ocorre em conjuntos:

Και,ή,αλλά,οπότε - And, or, but, so

2. τόσο


Είμαι τόσο δυνατός όσο ο πατέρας μου.
Έχεις τόσο υπέροχη φωνή.
Γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς;

Grego palavra "as"(τόσο) ocorre em conjuntos:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 51 - 100