dicionário grego - turco

ελληνικά - Türkçe

τρέξιμο Turco:

1. koşu koşu



Turco palavra "τρέξιμο"(koşu) ocorre em conjuntos:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα τουρκικά