dicionário grego - turco

ελληνικά - Türkçe

τιμολόγιο Turco:

1. fatura fatura



Turco palavra "τιμολόγιο"(fatura) ocorre em conjuntos:

Οι 15 κύριες λέξεις επιχειρήσεων στα τουρκικά