dicionário grego - turco

ελληνικά - Türkçe

πονοκέφαλος Turco:

1. baş ağrısı


Onun baş ağrısı var

Turco palavra "πονοκέφαλος"(baş ağrısı) ocorre em conjuntos:

Προβλήματα υγείας στα τουρκικά