dicionário grego - turco

ελληνικά - Türkçe

οξυγόνο Turco:

1. Oksijen


Havadan gelen oksijen suda çözülür.

Turco palavra "οξυγόνο"(Oksijen) ocorre em conjuntos:

Τα 20 κύρια χημικά στοιχεία στα τουρκικά