dicionário grego - turco

ελληνικά - Türkçe

ασήμι Turco:

1. Gümüş Gümüş



Turco palavra "ασήμι"(Gümüş) ocorre em conjuntos:

Τα 20 κύρια χημικά στοιχεία στα τουρκικά