dicionário grego - italiano

ελληνικά - italiano

ορθογώνιο παραλληλόγραμμο em italiano:

1. rettangolo rettangolo



Italiano palavra "ορθογώνιο παραλληλόγραμμο"(rettangolo) ocorre em conjuntos:

Ονόματα σχημάτων στα ιταλικά