dicionário grego - árabe

ελληνικά - العربية

χάρακας em árabe:

1. مسطرة مسطرة



Árabe palavra "χάρακας"(مسطرة) ocorre em conjuntos:

Εξοπλισμός γραφείου στα αραβικά
Σχολικά είδη στα αραβικά