dicionário alemão - grego

Deutsch - ελληνικά

okay em grego:

1. Εντάξει Εντάξει


Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...