dicionário alemão - grego

Deutsch - ελληνικά

die Freizeit em grego:

1. ο ελεύθερος χρόνος ο ελεύθερος χρόνος



2. ελεύθερος χρόνος ελεύθερος χρόνος



Grego palavra "die Freizeit"(ελεύθερος χρόνος) ocorre em conjuntos:

Lektion 15 KB S. 62 (a)