dicionário alemão - grego

Deutsch - ελληνικά

die Eltern em grego:

1. γονείς γονείς


Η απόφασή μου να σπουδάσω στο εξωτερικό εξέπληξε τους γονείς μου.
Αυτός έγραψε στους γονείς του.

Grego palavra "die Eltern"(γονείς) ocorre em conjuntos:

21/11/2016 Lektion 2a