dicionário alemão - grego

Deutsch - ελληνικά

Werken em grego:

1. τεχνολογία τεχνολογία



Grego palavra "Werken"(τεχνολογία) ocorre em conjuntos:

13/02/2017 b

2. η Τεχνολογία η Τεχνολογία



Grego palavra "Werken"(η Τεχνολογία) ocorre em conjuntos:

Lektion 5 Die Schulfächer