dicionário tcheco - grego

český jazyk - ελληνικά

setkání em grego:

1. συνάντηση συνάντηση


Αποφασίσαμε να αναβάλλουμε την συνάντηση μέχρι την επόμενη Κυριακή.
Είναι πιθανό η ποδοσφαιρική συνάντηση να αναβληθεί εξαιτίας της βροχής.