dicionário árabe - grego

العربية - ελληνικά

استبداد em grego:

1. δεσποτισμός



Grego palavra "استبداد"(δεσποτισμός) ocorre em conjuntos:

Πολιτικά συστήματα στα αραβικά

2. απολυταρχισμός